- ἰσήρης
- ἰσήρης, ες,=A
ἴσος, ἰ. ψῆφοι E.IT1472
, cf. Nic.Th.643 [pron. full] [ῑς]: c. dat., ῥαιβοῖσιν ἰσήρεες [ῐς] ib.788.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴσος, ἰ. ψῆφοι E.IT1472
, cf. Nic.Th.643 [pron. full] [ῑς]: c. dat., ῥαιβοῖσιν ἰσήρεες [ῐς] ib.788.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισήρης — ἰσήρης, ες (Α) ἴσος («νικᾱν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ» να κερδίζει τη δίκη όποιος πάρει ίσους ψήφους, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ήρης (Ι)*] … Dictionary of Greek
ἰσήρη — ἰσήρης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσήρης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσήρης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσήρεα — ἰσήρης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰσήρης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσήρεις — ἰσήρης masc/fem acc pl ἰσήρης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσήρεες — ἰσήρης masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek